- ημισκιά
- η , ημίσκιο[ν] τό иск. полутень, полусвет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημισκιά — η (ζωγρ.) ο τόνος μεταξύ φωτός και σκιάς, σκιόφως, ημίφως, μισόφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + σκιά. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek